- κουλουριάζω
- κουλουριάζω, κουλούριασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κουλουριάζω — κουλούριασα, κουλουριάστηκα, κουλουριασμένος 1. δίνω σε κάτι κυκλικό σχήμα. 2. τυλίγω, συστρέφω. 3. το μέσ., κουλουριάζομαι παίρνω σχήμα κουλούρας, ελίσσομαι κυκλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουλούριαστος — η, ο αυτός που δεν είναι κουλουριασμένος, συσπειρωμένος, κουβαριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουλουριαστός < κουλουριάζω] … Dictionary of Greek
ελύω — ἐλύω και ἑλύω και εἰλύω (Α) τυλίγω, περιελίσσω, κουλούριάζω … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
σπειρώ — όω, ΝΑ συστρέφω κάτι ώστε να σχηματίσει σπείρες, περιελίσσω, κουλουριάζω αρχ. τυλίγω στα σπάργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «συστρέφω» και ιδίως στον τ. τής μεσ. φωνής σπειροῦμαι < σπεῖρα, ενώ ο ενεργ. τ. σπείρω με την ειδικότερη σημ. «τυλίγω … Dictionary of Greek
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek
συσπειρώνω — συσπειρῶ, όω, ΝΑ 1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπειροῦμαι (< σπεῖρα)] … Dictionary of Greek
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
υπείλλω — και ὑπίλλω ΜΑ φρ. «ὑπείλλω στόμα» μτφ. α) κρατώ το στόμα μου κλειστό, σιωπώ β) αποκρύπτω κάτι αρχ. συστέλλω, συμμαζεύω, κουλουριάζω («οὐρὰν ὑπίλλει ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετο», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἴλλω / ἴλλω «στρέφω, γυρίζω γύρω… … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — κουβάριασα, κουβαριάστηκα, κουβαριασμένος 1. τυλίγω νήμα σε κουβάρι. 2. κουλουριάζω, συσπειρώνω. 3. εξαπατώ κάποιον, τον τυλίγω: Τον κουβάριασε η κατεργάρα το γιατρό. 4. το μέσ., κουβαριάζομαι μαζεύομαι, κουλουριάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)